Γιατί κάποια τραγούδια μας αρέσουν;
Κι αναφέρομαι σε αυτά που, ανεξαρτήτως αυτών που τυχαίνει να απευθύνονται στο προσωπικό μας αισθητήριο, υπάρχουν και αυτά που αρέσουν σε όλους, ή εν πάσει περιπτώσει στους περισσότερους από μας. Γιατί; Ποιο είναι αυτό το κοινό μας κριτήριο; Τι είναι αυτό που μας υπενθυμίζει πόσο κοντά, πόσο μαζί είμαστε; Αυτό που, όσο λανθάνον κι αν είναι, τη στιγμή του ακούσματος του τραγουδιού αναδύεται, γίνεται κυρίαρχο και μας ενώνει και μετά, όταν το τραγούδι ξεχνιέται, το ίδιο εύκολα αποσύρεται, ναρκώνεται και μας αφήνει στην απομόνωση;
Το κριτήριο για τους κοινούς φόβους, τα κοινά πάθη ή ακόμη και το κοινό χιούμορ είναι μάλλον ευκολότερα ανιχνεύσιμο και εξηγήσιμο. Και πάντως απλούστερο, καθώς μια από τις συνιστώσες του, πέρα από τα κοινά βιώματα και τις κοινές προσλαμβάνουσες, μπορεί να είναι αυτό που λέμε "ένστικτο" ή "αντανακλαστικό" ή "φύση".
Η φύση, όμως, ελάχιστα σχετίζεται με τη δημιουργία ενός τραγουδιού. Ίσως ενυπάρχει στη γενεσιουργό της αιτία, στην ανάγκη δηλαδή του ανθρώπου να εκφραστεί και να επικοινωνήσει, αλλά ως εκεί. Οι στίχοι και η μουσική, ως πρωταρχικά υλικά, είναι ανθρώπινα εργαλεία, όπως άλλωστε και ο συνδυασμός τους, δηλαδή το λεγόμενο "ντύσιμο", καθώς και αυτό που ονομάζουμε "ερμηνεία" ή "απόδοση". Έχουμε επομένως ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, ένα έργο τέχνης που καταφέρνει να απευθυνθεί και να ξεσηκώσει τα συναισθήματα εκείνα που εδράζονται στην κοινή μας καταγωγή, το κοινό μας παρόν, την κοινή μας πορεία και, το πιο σπουδαίο, τη γνώση της κοινής μας μοίρας. Δεν υπάρχει άλλη μορφή τέχνης που να το πετυχαίνει κάτι τέτοιο σε αυτό το βαθμό και σ' αυτήν την έκταση και το βάθος, παρά μόνο περιστασιακά.
Η τέχνη του τραγουδοποιού έγκειται στο να ντύσει σωστά το σωστό στίχο με τη σωστή μουσική και να το αποδώσει σωστά. Κι εδώ η έννοια του "σωστού" δεν είναι υποκειμενική, παρ' ότι προέρχεται από ανθρώπους που ως καλλιτέχνες εκφράζουν την υποκειμενική τους φύση και ανάγκη, είναι αντικειμενική, ή σωστότερα μετατρέπεται εκ του αποτελέσματος σε αντικειμενική. Όπως όλες, βέβαια, οι μορφές τέχνης, που ορίζονται από την ικανότητα των δειγμάτων τους να εκφράζουν τους αποδέκτες τους και όχι μόνο το δημιουργό τους.
Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω, σκέφτηκα ότι ίσως θα πρέπει να τονιστεί λίγο παραπάνω ο παράγοντας της ερμηνείας. Φοβάμαι πως πολλά καλά τραγούδια δεν είχαν την αναγνώριση που θα τους άξιζε, επειδή τα τραγούδησαν οι ακατάλληλοι άνθρωποι. Υποθετικό είναι αυτό, δεν αναφέρομαι σε κάποιο συγκεκριμένα.
Μπορώ όμως να δώσω ένα-δυο παραδείγματα κακής και καλής ερμηνείας. Π.χ. αυτή του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο «Κράτησα τη ζωή μου», σε στίχους Γ. Σεφέρη και μουσική Μ. Θεοδωράκη, είναι νομίζω κακή. Μπορεί η πολυπαινεμένη αυτή «δωρικότητα» του Μπιθικώτση να αναδεικνύει ιδανικά τους ποιητικούς στίχους των μελοποιήσεων του Θεοδωράκη, αλλά εδώ απέτυχε. Άλλο «δωρικότητα», άλλο αδιαφορία. Ίσως παίζει ρόλο και το tempo της ηχογράφησης, που είναι κάπως γρήγορο και δεν δένει με το ρυθμό του στίχου. Όχι ότι δεν έχει και καλά σημεία, αλλά, ευτυχώς, υπάρχει και η ερμηνεία της Μαργαρίτας Ζορμπαλά. Έχει μια τραγικότητα η φωνή αυτής της κοπέλας που ταιριάζει ιδανικά με τη μελαγχολία και την απολογιστική διάθεση του τραγουδιού. Το τραγούδι το είχα ακούσει από τον Μπιθικώτση και το ξέχασα. Το άκουσα από τη Ζορμπαλά και με συγκλόνισε.
Περσινά ξινά σταφύλια φυσικά, αλλά εγώ τώρα το ανακάλυψα, τώρα το λέω. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Καλοί ερμηνευτές βέβαια υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί, διάσημοι και άγνωστοι. Από την παρέα μας μέχρι τις δεύτερες φωνές στα μπουζούκια. Από τη Ρίτα Σακελλαρίου και το Βασίλη Καρρά, μέχρι το Θηβαίο και την Αρλέτα. Όπως και αγιάτρευτα κακοί, από το Χατζηγιάννη και τη Βίσση, μέχρι τον Τερζή και το Ρέμο.
Εν πάσει περιπτώσει, καταλήγω στο τραγούδι που μ’ έκανε να σκεφτώ τα παραπάνω τετριμμένα και επ’ αφορμή του οποίου είδα πως πέραν των πιθανών τραγουδιών που δεν ξέρουμε επειδή ουδείς τα ερμήνευσε σωστά, υπάρχουν και αυτά που τα ξέρουμε, αν και ουδείς τα ερμήνευσε σωστά. Έτσι και το «Βοσκαρουδάκι αμούστακο», του μεγάλου Κώστα Μουντάκη, που το ξανάκουσα πρόσφατα από το Γιάννη Χαρούλη. Υπέροχο! Βρήκα και παλιές εκτελέσεις, βρήκα κι από ζωντανές ηχογραφήσεις, αλλά πιστεύω πως μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί άξιος ερμηνευτής, συμπεριλαμβανομένου του Μουντάκη. Εννοείται πως πρέπει να ’ναι Κρητικός, εννοείται πως πρέπει να ’ναι κι αορίτης και πρέπει να ’ναι και μια ολιά κουζουλός. Δύσκολο, αλλά μια και στην Κρήτη από κουζουλούς γεμάτος ο τόπος, μπορεί και να βρεθεί μια μέρα.
Δ
Τρίτη 2 Ιουνίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου