Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Τάμα

Έχοντας τάξει σε μια e-φίλη ότι θα έγραφα μια ιστορία σχετικά με τη Θεσσαλονίκη, έψαχνα μια αφορμή να το κάνω, ώστε να μη χρειαστεί να την παραθέσω ξερή κι αυτούσια. Την αφορμή αυτή βρήκα στο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου "Άστρο του πρωινού", όπως το ηχογράφησε ο Ν. Παπάζογλου σε τζαζ εκδοχή, με μπόλικες μπαγκέτες-βούρτσες στα ντραμς, με πεταχτά ακουστικά ακόρντα και με μια-δυο μπύρες παραπάνω. Κατά τα λοιπά, ίδια πως κατεβαίνουνε και τραγουδούνε διαόλοι, που λέει κι ένας ρεθυμνιώτης με μεγάλη κοιλιά...

Ιστορία λοιπόν 1η:
Θεσσαλονίκη, χειμώνας του 1994. Καταχρώμενος τη φιλοξενία του φίλου μου και μετέπειτα κουμπάρου μου (και προσεχώς συντέκνου), είχαμε πάει μαζί με άλλους και άλλες στο σπίτι του Μανόλη Π., κάπου στις 40 εκκλησιές, όπου από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 3 το πρωί παίζαμε μουσική και τραγουδούσαμε. Ρεμπέτικα, λαϊκά, ροκιές κι ό,τι άλλο ξέραμε, με μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κι ό,τι άλλο είχαμε. Περισσότερο διαμορφώναμε το πρόγραμμα εμείς που παίζαμε τα όργανα, οι υπόλοιποι ήταν περισσότερο ακροατές και ανέχονταν το ψώνιο μας. Κατά τις 3 λοιπόν αποφασίσαμε να κατεβούμε μέχρι την Εγνατία με τα πόδια. Χαλαρά, 19 χρονών κοπέλια ήμασταν, τι κι αν έριχνε ψιλόβροχο. Θυμάμαι να αφήνουμε πίσω μας τα κάστρα, να κατεβαίνουμε χαχανίζοντας τους έρημους δρόμους κρατώντας τις βαλίτσες με τα όργανα και να σχολιάζουμε κάτι Γραφεία Τελετών "ο Μπαμπούλας" που είχαμε συναντήσει. Φτάνοντας μια-δυο παραλλήλους πριν την Εγνατία πέφτουμε πάνω σε μια παρέα πιωμένων, που μας είδαν να κρατάμε όργανα και αρχίζουν να μας παρακαλούν να πάμε κάπου όλοι μαζί να τους παίξουμε τραγούδια. Εμείς, με τα δάχτυλα ακόμα πιασμένα από την 5ωρία που είχε προηγηθεί, αρνηθήκαμε ευγενικά, αλλά μάλλον δεν είμασταν και πολύ πειστικοί. Μια κοπέλα από την παρέα τους τότε, τη θυμάμαι γύρω στα 35, να φοράει ένα κόκκινο φόρεμα, πέφτει στα γόνατα πάνω στο πεζοδρόμιο μπροστά στο Μανόλη Π. και αρχίζει να του τραγουδά το "Σ' αγαπώ γιατί είσ' ωραία". Φωνάρα η κοπέλα, κοιταχτήκαμε με το Μανόλη και λέμε "Δεν πάει στο διάολο, πάμε...". Μαζευόμαστε λοιπόν όλοι μαζί σε κάτι παγκάκια πίσω από τη Ροτόντα, ξαναρχίσαμε να παίζουμε, η παρέα των πιωμένων έφερε μερικά μπουκάλια ουίσκι, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι χόρευαν. Μετά από λίγο μαζεύτηκαν κι άλλοι ξενύχτηδες που περνούσαν από εκεί, εμείς όποιον βλέπαμε ούτως ή άλλως τον προσκαλούσαμε και η παρέα τελικά έγινε μεγάλη. Δεν ξέρω πόση ώρα περάσαμε έτσι, μπορεί 1-2 ώρες. Βλέπουμε τότε το μπροστινό μέρος ενός άσπρου αυτοκινήτου να σταματάει πίσω από κάτι δέντρα. "Πάω να τους πω να έρθουν", λέει ένας από μας, αλλά πριν προλάβει να σηκωθεί, βλέπουμε ότι η πόρτα του οδηγού ήταν χρώματος μπλε. Άνοιξε και βγήκαν απο μέσα δύο αστυνομικοί, που, αυστηρά-αυστηρά, μας είπαν ότι ενοχλούμε τους ενοίκους των διπλανών πολυκατοικιών και ότι έπρεπε να το διαλύσουμε. Όπερ και εγένετο, αυθωρεί και παραχρήμα.

Ιστορία 2η:
Κομοτηνή, φθινόπωρο του 1995. Επιστρέφαμε με το Θανάση Π. από τη Μαρώνεια με ένα Suzuki RV50. Με το ίδιο μηχανάκι είχαμε κάνει μερικές μέρες πριν μια μετακόμιση, κουβαλώντας σε ένα δρομολόγιο 3 βαλίτσες κι ένα ακκορντεόν -μας έβλεπαν από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και μας χειροκροτούσαν, όποιος δεν ξέρει τι εστί Suzuki RV50, ας ρίξει μια ματιά εδώ. Γυρνούσαμε λοιπόν από τη Μαρώνεια περίπου 1 η ώρα το βράδυ, άδειοι δρόμοι, ξαστεριά, δροσιά, μου λέει ο Θανάσης ότι ο κινητήρας είχε υπερθερμανθεί ξανά κι ότι έπρεπε να κάνουμε το ν-οστό κατά σειρά ημίωρο διάλειμμα. Αφήνουμε τον Κίτσο στην άκρη του δρόμου (έτσι είχε βαφτίσει ο Θανάσης το RV) και μπαίνουμε σε ένα χωράφι με σιτάρι. Ξαπλώνουμε κάτω ανάσκελα, ανάβουμε δυο πούρα King Edwards και, μες στην ησυχία της νύχτας και μακρυά από τα φώτα της πόλης, χαζεύουμε τα άστρα και το γαλαξία.

Ιστορία 3η:
Κομοτηνή, χειμώνας του 1996. Πάλι με το Θανάση Π., αποφασίζουμε ένα μεσημέρι να πάμε στα χιόνια, κάπου στη Ροδόπη. Φοράμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, βάζουμε και κράνη (τα είχαμε για εξαιρετικές περιπτώσεις), καβαλάμε ένα Kawasaki Max 100 και ανεβαίνουμε τη Ροδόπη, φτάνοντας όπου έφταναν και τα αυτοκίνητα χωρίς αλυσίδες. Κάτσαμε όσο κάτσαμε, από ενα σημείο και μετά βαρεθήκαμε. Το χιόνι, όμως, εν τω μεταξύ εξακολουθούσε να πέφτει, στα χωραφια ήταν πάνω από 50 πόντους και στους δρόμους είχε γίνει πάγος. Αποφασίσαμε, λοιπόν, ότι, μια και νύχτωνε, έπρεπε κάποι στιγμή να γυρίσουμε. Μόνο μέχρι να ανέβουμε στο Max 100, προτού δηλαδή να βάλουμε μπροστά και να αρχίσουμε το πατινάζ, είχαμε πέσει 2-3 φορές. Με τα πολλά ανεβαίνουμε κι αρχίζουμε την τσουλήθρα. Ζήτημα να πηγαίναμε 4-5 μέτρα, πέφταμε και όπου μας έβγαζε ο πάγος. Άλλες φορές σταματούσαμε στην άσφαλτο, άλλες φορές στα χωράφια. Φορούσαμε τόσο πολλά ρούχα που δεν πονούσαμε καν, περισσότερο μας ένοιαζε μην πάθει τίποτα το μηχανάκι. Δεν πήραμε καμία στροφή, σε όλες φεύγαμε στην ευθεία. Με τα πολλά φτάσαμε στο στεγνό, μπήκαμε στην Κομοτηνή και πήγαμε σε δύο φίλες μας για τσάι. Μείναμε μέχρι το πρωί και, μετά από μερικά χρόνια, τη μία από αυτές την παντρεύτηκα.

Αυτά.
Κι όποιος δεν κατάλαβε τη σύνδεση με το "Άστρο του Πρωινού", δεν έχει ακούσει το "Άστρο του Πρωινού". Ας ακούσει, επομένως, το "Άστρο του Πρωινού".


Δ

8 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πράγματι συγκλονιστικές οι στιγμές ... ο σύντεκνος Γ σε ποια ιστορία ήταν;;

    και για να μην ψάχνετε:
    http://www.youtube.com/watch?v=Tfe3ctU3OZM

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τελικά είσαι πράγματι αστέρι και μάλιστα...εικοσιτετράωρο!!!

    καλή σου μέρα κι ελπίζω να έχετε σύντομα την ευκαιρία να ανηφορίσετε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο σύντεκνος Γ δεν ήταν σε καμία ιστορία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ο σύντεκνος Γ δεν ήταν σε καμμιά ιστορία από αυτές, κι ούτε οι άλλοι σύντεκνοι σε κάποιες παρόμοιες δικές του, κ.ο.κ....Αλλά σε άλλες ήταν και οι τρεις μαζί, και με άλλους παρέα...Και μια που γινόμαστε (γίνομαι) λίγο μελοδραματικός τώρα που τα διαβάζω αυτά, και έρχονται θύμησες, και σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να πιάνουμε ο ένας το νήμα της ζωής του άλλου, και πόσο φυσικό είναι όμως να ξανακλουθούμε το ίδιο μονοπάτι, κατά καιρούς όταν σμίγουμε, ας αναρτήσω σ'αυτό το ιστολόγιο και ένα ποίημα του Μπρεχτ που πίνεται και μισογεμάτο και μισοάδειο, και κάνει καλή μεθιά:

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. (όπως το θυμούμαι δηλαδή...:)

    "Το κομμένο σκοινί"

    Το κομμένο σκοινί μπορείς να το ξαναδέσεις.
    Θα κρατήσει πάλι,
    αλλά δε θα πάψει να είναι κομμένο...
    Μπορεί κάποτε να ξανασμίξουμε,
    αλλά ποτέ δε θα με βρεις
    εκεί όπου με άφησες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. ...ίσως και να 'μουνα μαζί σας στην 1η ιστορία πάντως...Τα γραφεία τελετών ο Μπαμπούλας τα θυμάμαι, τουλάχιστον τα 'χα και γω δει...το παρεάκι όμως και τα στρουμφάκια στο τέλος δεν τα θυμάμαι, ίσως ήμουν κομμάτια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Δε βαριέσαι... Καλή καρδιά... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή