Ο Bertrand Russell, στην εισαγωγή του στο Tractatus Logico-Philosophicus του Ludwig Wittgenstein, αναφερόμενος στη διάσημη πλέον πρόταση του τελευταίου «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», γράφει τα εξής:
«… θα μπορούσαμε να πούμε κάτι για τον κόσμο ως σύνολο μόνο αν μπορούσαμε να βγούμε έξω από τον κόσμο, αν δηλαδή έπαυε να είναι για μας ολόκληρος ο κόσμος. Ο κόσμος μας μπορεί να είναι οριοθετημένος για κάποιο ανώτερο ον που μπορεί να τον εποπτεύσει από ψηλά, αλλά για μας, όσο πεπερασμένος κι αν είναι, δεν μπορεί να έχει όρια, αφού δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτόν. Ο Wittgenstein χρησιμοποιεί ως αναλογία το οπτικό μας πεδίο. Το οπτικό μας πεδίο δεν έχει, για μας, ένα ορατό σύνορο, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτό και, με παρόμοιο τρόπο, ο λογικός μας κόσμος δεν έχει κανένα λογικό όριο, επειδή η λογική μας δεν γνωρίζει τίποτε έξω από αυτόν.
…
Στη λογική λοιπόν δεν μπορούμε να πούμε "υπάρχει αυτό και αυτό στον κόσμο, αλλά όχι εκείνο", γιατί, για να πούμε κάτι τέτοιο, αυτό προφανώς προϋποθέτει πως αποκλείουμε ορισμένες δυνατότητες, και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει, αφού θα απαιτούσε να υπερβεί η λογική τα όρια του κόσμου, ωσάν να μπορούσε να τα θεωρήσει και από την άλλη πλευρά. Ό,τι δεν μπορούμε να σκεφτούμε δεν μπορούμε να το σκεφτούμε· επομένως δεν μπορούμε και να πούμε ό,τι δεν μπορούμε να σκεφτούμε.
…
Ότι ο κόσμος είναι ο κόσμος μου, φαίνεται από το γεγονός πως τα όρια της γλώσσας (της μόνης γλώσσας που καταλαβαίνω) δηλώνουν τα όρια του κόσμου μου. Το μεταφυσικό υποκείμενο δεν ανήκει στον κόσμο, αλλά είναι ένα όριο του κόσμου.»
Θα μπορούσε, επομένως, να συμπεράνει κανείς ότι ο Bertrand Russell μας έδειξε ότι αδυνατούμε να μιλήσουμε και άρα να σκεφτούμε (λογικά τουλάχιστον) για το θεό, καθώς πρόκειται για κάτι έξω από τον κόσμο μας. Σε διαφορετική περίπτωση ο θεός θα ήταν μικρότερος του κόσμου μας, όπερ άτοπον. Ότι δηλαδή αυτή είναι η απάντηση της ανθρώπινης λογικής στην ανθρώπινη υπόθεση του θεού. Και ότι με τα παραπάνω μάλλον θα συμφωνούσε και ο Wittgenstein.
Ο Russell, έχοντας ταλαντευτεί αρκετά μεταξύ διαφόρων θέσεων, κατέληξε στο ότι το λογικά αναγκαίο ερώτημα «Ποιος έφτιαξε το θεό» αποδεικνύει και τη μη ύπαρξη του θεού. Δεν δήλωνε, επομένως, αγνωστικιστής, αλλά άθεος.
Ο Wittgenstein, όμως, αν και αρχικά ήταν άθεος, διάβασα σε βιογραφία του ότι, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο που τηρούσε υπηρετώντας στο στρατό της Αυστροουγγαρίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επηρεάστηκε βαθειά προς την αντίθετη κατεύθυνση από το βιβλίο του Λ. Τολστόι «Το Ευαγγέλιο». Φαντάστηκα ότι η μεταστροφή του αυτή ήταν περισσότερο ψυχολογική και συναισθηματική παρά λογική, καθώς πολεμούσε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για πολλούς και συνεχείς μήνες και δύσκολα μπορεί να μείνει κανείς ανεπηρέαστος όταν ζει για τόσο πολύ καιρό υπό συνθήκες φόβου και φρίκης. Το γεγονός, φυσικά, ότι είχε καταταγεί εθελοντικά ουδόλως θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της ψυχικής του ισορροπίας.
Πώς μπορούσε, λοιπόν, να συνδυαστεί η λογική με το θεό;
Στην πρόταση 6.432 του Tractatus, ο Wittgenstein γράφει ότι «το πώς είναι ο κόσμος, είναι εντελώς αδιάφορο για το ανώτερο. Ο θεός δεν αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο.».
Καταδέχεται, δηλαδή, ενώ έχει προσπαθήσει να ορίσει τον κόσμο με μόνο όργανο τη λογική και με απολύτως αυστηρούς ορισμούς, να παραπέμψει στην έννοια του θεού υπεκφεύγοντας με ένα «αποκαλύπτεται»! Ο Russell στην εισαγωγή να εξοβελίζει το μεταφυσικό από τα όρια του κόσμου ως μη νοητό (και ανόητο) βασισμένος στις προτάσεις του Wittgenstein, και ο Wittgenstein να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ύπαρξης του θεού με ένα «αποκαλύπτεται»!
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Wittgenstein στην πρόταση 5.621 γράφει: «Κόσμος και ζωή είναι ένα.». Συνδυάζοντας επομένως τις παραπάνω προτάσεις, κατά την πρακτική και τη διαδικασία που ο ίδιος ο Wittgenstein ακολουθεί, έχουμε ότι ο θεός δεν αποκαλύπτεται μέσα στη ζωή!
Δυσκολεύομαι να τον κατανοήσω.
Από την άλλη, η πρόταση 6.52, σύμφωνα με την οποία «Αισθανόμαστε πως, ακόμα κι αν δοθούν απαντήσεις σε όλες τις δυνατές επιστημονικές ερωτήσεις, τα προβλήματα της ζωής μας δεν θα τα έχουμε καν αγγίξει. Φυσικά τότε δεν μένει πια καμία ερώτηση· και αυτό ακριβώς είναι η απάντηση.», ουδόλως συνδυάζεται με οποιοδήποτε θεό. Το αντίθετο μάλιστα, μοιάζει γεννημένη από άνθρωπο που τον έχει ξεπεράσει προ πολλού και οριστικά. Ακολούθως και η καταληκτική πρόταση υπ’ αριθμόν 7, ότι «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει.» (η οποία, ανεξαρτήτως της λογικής της συνέπειας, καταδεικνύει μια επιδεικτική και αποκρουστική απολυτότητα και μάλλον γι’ αυτό δεν την τήρησε ούτε ο ίδιος ο Wittgenstein).
Θα μείνω λοιπόν στην προτελευταία πρόταση του Tractatus, την 6.54, που φροντίζει να γλυκάνει λίγο τις αιχμές της λογικής:
«Οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις όταν αυτός που με καταλαβαίνει, αφού με τη βοήθειά τους –πατώντας πάνω τους- τις υπερπηδήσει και προχωρήσει πέρα από αυτές, τελικά τις αναγνωρίσει ως στερημένες από νόημα. (Πρέπει, θα λέγαμε, να πετάξει μακριά την ανεμόσκαλα, αφού ανέβει πρώτα με αυτή).
Πρέπει να ξεπεράσει τις προτάσεις αυτές και τότε θα δει τον κόσμο σωστά.»
Το σχετικό παράδοξο που επιφυλάσσει η αυτοαναφορική αυτή πρόταση αναιρεί αυτόματα τα ίδια της τα συστατικά, το νόημα και την ορθότητά της, γεννά μια μαύρη τρύπα που ενώ καταπίνει το έργο ολόκληρο, ταυτόχρονα το αναδιατάσσει αυτούσιο και αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται γιατί ενώ είναι μετέωρος, δεν πέφτει!
Ανεξαρτήτως, τελικά, των επιμέρους απόψεων και λεπτομερειών, έχω την εντύπωση ότι, μια και τους δύο αυτούς μεγάλους διανοητές απασχόλησε έντονα στη ζωή τους η αναζήτηση του θεού και μπήκαν στον κόπο να ξαλαφρώσουν τους εκ πεποιθήσεως πιστούς από το βάρος απόδειξης που οφείλουν να φέρουν, το ερώτημα είναι περισσότερο δεοντολογικό παρά οντολογικό.
Όχι δηλαδή αν πιστεύει κανείς στο θεό, αλλά αν πρέπει να πιστεύει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
η τελευταία σου πρόταση "Όχι δηλαδή αν πιστεύει κανείς στο θεό, αλλά αν πρέπει να πιστεύει." μου έφερε στο μυαλό "το στοίχημα του Πασκάλ". Ο Πασκάλ, γάλλος μαθηματικός τον 17ο αιώνα εφάρμοσε την αρχή της αδιαφορίας στη χριστιανική πίστη, είπε δηλαδή: " ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να πιστέψει ή όχι στο Θεό, αφού μπορεί να υπάρχει, αλλά μπορεί και να μην υπάρχει. Αυτό, σύμφωνα με την αρχή της αδιαφορίας δίνει ίδια πιθανότητα και στα δύο ενδεχόμενα, άρα 50-50. Ποιο είναι το τίμημα όμως; Ας υποθέσουμε ότι απορρίπτει τον Θεό. Αν ο Θεός πράγματι δεν υπάρχει τότε ο άνθρωπος δε χάνει τίποτε, αν όμως υπάρχει, τότε ο άνθρπωπος θα υποφέρει για πάντα στην Κόλαση! Κατέληξε λοιπόν ο Πασκάλ στο συμπέρασμα πως κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στον Θεό.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό ΣΚ, καλό μου ρακάδικο
Καίριο το σχόλιό σου αγαπητή Μ+Λ, αν και μάλλον τον απορρίπτω το συλλογισμό αυτό του Pascal, τον θεωρώ εσκεμμένα απλουστευτικό. Αν ψάχνει κανείς να δικαιολογήσει την ανάγκη του μεταφυσικού, ας απευθυνθεί στην ποίηση (http://torakadiko.blogspot.com/2009/05/blog-post_22.html), όχι στη λογική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕν πάσει περιπτώσει,
καλό ΣΚ κι από μένα (ό,τι απέμεινε απ' αυτό)
Συμφωνώ, αλλά για να καταφέρει κανείς να στραφεί για τέτοιου είδους αναζήτηση στην ποίηση θα πρέπει πρώτα να έχει ξεπεράσει το φόβο που "εσκεμμένα" καλλιεργεί ο συλλογισμός του Πασκάλ και που δεν είναι παρά η αριθμητικοποιημένη ή, αν προτιμάς, ποσοτικοποιημένη, μορφή του έμφυτου υπαρξιακού προβλήματος, αυτού που γέννησε τον ανιμισμό και που μέσα από αυτόν ξεπήδησαν όλες οι γνωστές και άγνωστες θρησκείες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να φτάσει η ανθρωπότητα σ' εκείνο το επίπεδο πνευματικής ωριμότητας που μέσα στους στίχους των ποιητών θα αναλώνει τις εγγενείς στην ανθρώπινη φύση αδυναμίες.
Καταπληκτικό κείμενο το "το παραμύθιον της τέχνης" (το είχα ήδη διαβάσει...)
Καλή βδομάδα
Τη λογική τη θεωρώ απλά ένα διανοητικό παιχνίδι που σε καμιά περίπτωση δεν δίνει τελεσίδικες απαντήσεις σε ερωτήματα. Μπορεί να μην ενδιαφέρθηκα να διαβάσω τα βιβλία του Wittgenstein, όμως μια βιογραφία του (ογκώδης, δεν θυμάμαι τίνος) είναι η πιο εντυπωσιακή που έχω διαβάσει ποτέ. Θαύμασα τον άνθρωπο. Όσο για τον Πασκάλ, το να κρατάει κανείς πισινή είναι μια σωστή στάση,μόνο που εδώ δεν μιλάμε για μια πίστη, αλλά για δυο. Δεν φτάνει να πιστεύουμε μόνο στο θεό, πρέπει να πιστεύουμε και στην κόλαση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς. Βέβαια, τουλάχιστον στις πλέον επικρατούσες θρησκείες, αυτά τα δύο πάνε μαζί. Όσον αφορά τη λογική, συμφωνώ ότι δεν δίνει τελεσίδικες απαντήσεις, δίνει όμως τις σωστές ερωτήσεις, ή πάντως βοηθάει έμμεσα στο να δοθούν. Αρκεί πιστεύω να παρατηρήσει κανείς τη διανοητική πορεία των μελετητών της λογικής για να μάθει να βλέπει τον κόσμο και με άλλο μάτι, κάτι που είναι πολύ σημαντικό από μόνο του. Η βιογραφία δηλαδή του Wittgenstein, όπως και η περιγραφή του έργου του, είναι από μόνη της μια χρήσιμη πληροφορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή