Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Από το ΟΧΙ στο ΝΑΙ

O προβληματισμός περί της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέραν των όποιων επί της ουσίας συζητήσεων και διαφωνιών, παρουσιάζει και μία επιπλέον ενδιαφέρουσα πλευρά: αυτή των όρων με τους οποίους καθορίζεται η εξωτερική πολιτική και οι εξωτερικές σχέσεις μιας χώρας.

Κατ' αρχάς είναι αδύνατο να διαχωριστεί η γέννηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το όραμα και τη θέληση των κρατών-μελών, αν όχι για ξεκάθαρη πολιτική ένωση με ομοσπονδιακή μορφή, τουλάχιστον για τη στενότερη δυνατή σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, οικονομικών, νομικών και θεσμικών. Και η έννοια, εν προκειμένω, του οράματος, δεν μπορεί παρά να περικλείει και να υποθάλπει την πίστη, συναισθηματική και λογική, στη δυνατότητα και στους καρπούς συνεργασίας μεταξύ των κρατών και των ανθρώπων, στο κοινό πολιτισμικό τους μέλλον, στην παράκαμψη των διαφωνιών τους και στην από κοινού ανοικοδόμηση μιας νέας πολιτικής οντότητας αρχικά και, μακροπρόθεσμα, στο γύρισμα του τροχού της ιστορίας προς την ίδρυση και την εδραίωση μιας καθολικής κοινότητας.

Όλο αυτό, είτε συμφωνεί κανείς μαζί του και το επιδιώκει, είτε το παρακολουθεί, είτε το μάχεται, διαπνέεται από αγώνες, από κόπους, από αμφισβητήσεις και συγκρούσεις, από ήττες και νίκες, όπου πάντα νομίζω κρίσιμο ρόλο έχει το όραμα και η προσδοκία της ευημερίας. Και αν προσπαθήσει κανείς να το απομονώσει κανείς από κάθε λογής συναισθηματισμούς, καλοπροαίρετους ή όχι και βάσιμους ή όχι, οφείλει να αναγνωρίσει ότι μόνο το οικονομικό συμφέρον δεν χτίζει κοινωνίες, μονάχα εφήμερα κέρδη αποδίδει. Όσο κι αν καταπατάμε το όραμα καθημερινά, όσο κι αν το υποβαθμίζουμε, όσο κι αν επιδιώκουμε να το ξεπεράσουμε στο όνομα του όποιου ρεαλισμού, αυτό είναι που τελικά διαχωρίζει και καθορίζει τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα και κινήματα.

Εν προκειμένω η ΕΕ, σε σχέση (και σύγκριση) με προηγούμενες ή υφιστάμενες πολιτικές ενώσεις, όπως το ΗΒ, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ, έχει ένα ιδιαίτερα σημαντικό και μοναδικό χαρακτηριστικό: στη γέννησή της, στην ιστορική της πορεία, στη διεύρυνσή της, στα επιτεύγματά της, απουσιάζει η βία. Η ίδια της η ύπαρξη και συνέχεια βασίζεται στη διάθεση των μελών της και φροντίζει να τη συντηρεί με βαθιές πολιτειακές τομές, με άμεσα και απτά οικονομικά ανταλλάγματα και κίνητρα, με την εξάπλωση ενός κοινού νομικού χώρου και πολιτισμού, με την προσπάθεια για την ενίσχυση της δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικότητας σε κάθε επίπεδο εξουσίας και τελικά με την εμπέδωση της συνείδησης του πολίτη της Ένωσης και την εξ αρχής θεσμική ισότητά του με τον αντίστοιχο όλων των άλλων κρατών-μελών. Στο όραμα, δηλαδή, της ΕΕ, πρωταγωνιστικό ρόλο για την επιδίωξη της ευημερίας παίζει η πολιτική και η οικονομία, υπό τους όρους, βέβαια, της Δυτικής Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.

Επί του προκειμένου, λοιπόν, δεν νομίζω ότι αργεί να διαπιστώσει κανείς ότι αυτό που ονομάζουμε "Ευρωπαϊκό Πολιτισμό", δυσκολεύεται να συνυπάρξει με τη σημερινή πολιτισμική πραγματικότητα της Τουρκίας. Και, φυσικά, δεν τίθεται θέμα αποδοχής ή σεβασμού της διαφορετικότητας: Η Τουρκία οφείλει να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα και όχι η ΕΕ να κάνει εκπτώσεις (διότι περί εκπτώσεων πρόκειται), όπως αντιστοίχως προσαρμόστηκε η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ισπανία. Δεν θεωρώ δηλαδή πολιτικά περισσότερο ορθό να θεωρητικολογήσει κανείς υπέρ της άκαρπης πολυπολιτισμικότητας, εθελοτυφλώντας στους πραγματικούς και προσδιορίσιμους δείκτες και παράγοντες ευημερίας των κοινωνιών. Η σύγκριση και η αξιολόγηση των πολιτισμών είναι και εφικτή και αναγκαία, με κρίσιμο, μάλιστα, χαρακτηριστικό τους όρους λήψης αποφάσεων των ανθρώπων που τις αποτελούν και τις υποστηρίζουν.

Έτσι, η στάση της Ελλάδας απέναντι στο θέμα της εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ, πέραν του ότι, παρεμπιπτόντως, είναι απολύτως ενδεικτική του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, οφείλει και να ισορροπήσει μεταξύ δύο εκδοχών: α) Της συνέχειας του ελληνικού κράτους εντός της ΕΕ και β) της συνέχειάς του εκτός της ΕΕ.

Η πρώτη εκδοχή, την επιδίωξη της οποίας προς το παρόν θεωρούμε δεδομένη, αλληλεπιδρά με την επίτευξη των στόχων της ίδιας της ΕΕ. Δηλαδή, πόσο σημαντικοί είναι οι όροι διεύρυνσης της ΕΕ για την ίδια της την επιβίωση; Και κατά πόσο η επιβίωση αυτή επηρεάζει την ευημερία των κρατών-μελών της, άρα και της δικής μας; Και, δευτερευόντως, κατά πόσο θα προωθηθεί η οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων με την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ;

Ως προς τη δεύτερη εκδοχή, αυτή περί εγκατάλειψης της ΕΕ, δεδομένης και της παρούσης οικονομικής συγκυρίας, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να προσπαθεί να τη σκιαγραφήσει κανείς, ανεξαρτήτως όλων των ενδεχομένων ως προς την τελική, άνευ ημών, ευόδωση του εγχειρήματος της ΕΕ. Ούτε έχει ιδιαίτερη σημασία αν σ' αυτήν συμμετείχε η Τουρκία ή όχι. Τα πράγματα θα ήταν τόσο δύσκολα, η οικονομία θα ήταν τόσο ανεπανόρθωτα προβληματική, που η πτώχευση θα ήταν θέμα -λίγου- χρόνου.

Αναγκαστικά, λοιπόν, το μέλλον της Ελλάδας έχει συνδεθεί με αυτό της ΕΕ. Ενδεχομένως να απορροφηθεί κι από αυτό, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση (στην οποία, είμαι σίγουρος, χωρεί κάθε εσχατολογική, εθνοκεντρική, στενόμυαλη και μεγαλοϊδεατίστικη ιδεοληψία). Θα μπορούσε, επομένως, να καταλήξει κανείς στο ότι, πέραν της υφαλοκρηπίδας και του Κυπριακού, εφ' όσον αποδεχθεί κανείς ότι αφ' ενός είναι προς το ευρύτερο στρατηγικό συμφέρον της ΕΕ το άνοιγμα προς την Ανατολή και αφ' ετέρου εκτιμήσει ότι η ιδιότητα του Ευρωπαίου Πολίτη θα είναι σημαντικότερη από αυτήν του Έλληνα, οφείλει και να τοποθετηθεί υπέρ των προσπαθειών της Τουρκίας για ένταξη, ανεξαρτήτως αν αυτή δείχνει να μπορεί να το επιτύχει ή όχι. Αντιστοίχως, αν αποφασίσει ότι η διεύρυνση θα βλάψει τα παρόντα ή μελλοντικά του συμφέροντα, θα πρέπει να αντιταχθεί στην ένταξη, είτε αυτή είναι εφικτή είτε όχι. Σωστά;

Λάθος.

Ξεχάσαμε το όραμα.

Έχουμε την ιστορική ευκαιρία να δώσουμε έμπρακτα το παράδειγμα για το πώς οραματιζόμαστε τις κοινότητες, για το πώς προτείνουμε να εξελιχθεί ο πολιτισμός. Εμείς, πρώτοι και καλύτεροι, να υποδείξουμε στις επόμενες γενιές τι να θεωρούν δεδομένο και τι να προσπαθούν, να αποδείξουμε ότι η πίστη στις ανοιχτές κοινωνίες δεν είναι λόγια κενά, αλλά ότι προσπαθήσαμε να κάνουμε ένα ακόμα δύσκολο βήμα προς τα μπρος, ότι οι αιματηρές θυσίες του 20ου αιώνα που παραλάβαμε και διαμορφώσαμε δεν έγιναν μάταια. Μετά το ΟΧΙ, η κληρονομιά ενός ΝΑΙ θα είναι εξ ίσου πολύτιμη. Ενδεχομένως με όρους και με τις μικρότερες δυνατές εκπτώσεις, αλλά πάντως με επίγνωση της ευθύνης λήψης μιας σπουδαίας ιστορικής απόφασης και με την ελπίδα ότι αυτή θα αποφέρει καρπούς και δεν θα προδοθεί στην πρώτη αναποδιά. Η δυσκολία και η πολυπλοκότητα της υπόθεσης είναι δεδομένη, η μέχρι σήμερα συμπεριφορά της Τουρκίας δεν είναι η ιδανική (όπως φαίνεται κι εδώ) και γενικά οι όλες συνθήκες είναι τέτοιες που καθιστούν το εγχείρημα άξιο λόγου, προσπάθειας και θυσιών.


ΥΓ Εξαίρεση, λέει, πέτυχε η Τσεχία από τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με αντάλλαγμα να υπογράψει τη συνθήκη της Λισσαβώνας... Αναρωτιέμαι αν ενεργούσαν με παρόμοιο τρόπο η Γαλλία και η Γερμανία ποιό θα ήταν το μέλλον της ΕΕ... Και της Τσεχίας...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου